προσκλαίω

προσκλαίω
Ν ΜΑ, και προσκλαίγω Ν
κλαίω μαζί με άλλον για κάτι
νεοελλ.
1. παρακαλώ κλαίγοντας
2. μέσ. προσκλαίομαι και προσκλαίγομαι
μεμψιμοιρώ, κλαίγομαι, παραπονιέμαι
μσν.
κλαίω, θρηνώ μπροστά σε κάποιον
μσν.-αρχ.
θρηνώ μπροστά στον θεό
αρχ.
1. κλαίω και εκλιπαρώ μπροστά σε ναό
2. (το αρσ. τής μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ προσκλαίοντες
κατηγορία υποβαλλόμενων σε μακροχρόνια μετάνοια μελών τής αρχαίας χριστιανικής εκκλησίας για διάφορα σοβαρά παραπτώματα πίστεως ή ηθικού βίου, που έμεναν στο αίθριο τού ναού και με δάκρυα παρακαλούσαν τους εισερχόμενους πιστούς να προσευχηθούν για τη συγχώρηση τών αμαρτημάτων τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κλαίω — και κλαίγω (AM κλαίω, Α αττ. τ. κλάω, αιολ. τ. κλαΐω, Μ και κλαίγω) 1. χύνω δάκρυα για να εκφράσω τη θλίψη μου ή, σπανίως, και τη χαρά μου (α. «κλαίει σαν μωρό παιδί» β. «κι αν δε σε κλάψει η μάννα σου, ο κόσμος σε δακρύζει», Πολίτ. γ. «στην… …   Dictionary of Greek

  • προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… …   Dictionary of Greek

  • πρόσκλαυση — η / πρόσκλαυσις, αύσεως, ΝΜΑ [προσκλαίω] 1. ικεσία, παράκληση με κλαυθμούς, ως πρώτος βαθμός μετάνοιας 2. (στην αρχ. χριστ. εκκλ.) εκκλησιαστικό επιτίμιο, η βαρύτερη ποινή τών πρωτοχριστιανικών χρόνων που επιβαλλόταν σε όσους διέπρατταν σοβαρά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”